λιπόντα

λιπόντα
λείπω
leave
aor part act neut nom/voc/acc pl
λείπω
leave
aor part act masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λιπόντ' — λιπόντα , λείπω leave aor part act neut nom/voc/acc pl λιπόντα , λείπω leave aor part act masc acc sg λιπόντι , λείπω leave aor part act masc/neut dat sg λιπόντε , λείπω leave aor part act masc/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ένας — (I) ἔνας και δωρ. τ. ἔνος (Α) την τρίτη ημέρα, μεθαύριο. (II) μία και μια, ένα και εις, μία, εν (AM εἷς, μία, ἕν, Μ και ἕνας, μία, ἕνα) 1. αριθμητικό που εκφράζει την έννοια τής μονάδας («εἷς βασιλεύς», Ομ.) 2. συχνά με έμφαση («πιστεύω εἰς ἕνα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”